- αποκριά
- Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης Σαρακοστής, του Τεσσαρακονθήμερου, των Αγίων Αποστόλων και του Δεκαπενταύγουστου. Κυρίως όμως η α. συμπίπτει με τη δεύτερη Κυριακή πριν από την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, οπότε και αρχίζει να ισχύει η αποχή από το κρέας. Ο λαός χρησιμοποιεί την ονομασία της α. για να αναφερθεί σε ολόκληρο το διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων πριν από την Καθαρά Δευτέρα, το οποίο αποκαλείται συνήθως και Τριώδιο, επειδή την πρώτη Κυριακή εγκαινιάζεται η χρήση του εκκλησιαστικού βιβλίου Τριώδιον.
(Λαογρ.) Η α. είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες γιορτές για την ιδιοτυπία των εθίμων που συνδέονται μαζί της. Κατά τους λαογράφους, τα έθιμα αυτά είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στις περίφημες αρχαίες εθνικές γιορτές των Κρονίων, των Διονυσίων, των Λουπερκαλίων και των Σατουρναλίων και, κατά τους νεότερους χρόνους (14ος αι.), στις γιορτές των μασκοφόρων της Ρώμης, της Φλωρεντίας και ιδιαίτερα της Βενετίας ή ακόμη στις ανάλογες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Τα παλαιότερα χρόνια, στον τόπο μας, όταν ακόμη δεν είχε κυριαρχήσει o αστικός τρόπος ζωής, οι μέρες της α. προσλάμβαναν ένα ιδιαίτερο λαϊκό χρώμα. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού πανηγυρισμού, οι άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες, και αντίθετα, τα παιδιά άναβαν μεγάλες φωτιές στους δρόμους (κλαδαριές, μπουμπούνες, φανοί), γινόταν η περιφορά με το γαϊτανάκι και την καμήλα, ενώ όμιλοι χορευτών γυρνούσαν τις συνοικίες σκορπίζοντας το κέφι. Σε πολλά χωριά της Ελλάδας, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο, υπήρχε η συνήθεια να σφάζουν την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, τη λεγόμενη απολυτή (επειδή σταματούσε η καθιερωμένη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής), έναν χοίρο στο στήθος του οποίου χάραζαν έναν σταυρό και έβαζαν πάνω στις σχισμές τρία αναμμένα κάρβουνα και λιβάνι. Ύστερα έτρωγαν ένα ψημένο κομμάτι και εύχονταν o ένας στον άλλο χρόνια πολλά. Μάλιστα, τα παιδιά έτρωγαν το βρασμένο συκώτι του χοίρου, γιορτάζοντας έτσι τη λεγόμενη γουρνοχοιρά. Σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας ήταν διαδεδομένα τα κοινά συμπόσια. Συνήθως γίνονταν στο σπίτι του πρεσβύτερου, από τον οποίο οι παρακαθήμενοι ζητούσαν συγγνώμη πριν αρχίσουν τον χορό και το φαΐ. Στην Πελοπόννησο, ανάμεσα στους πρεσβύτερους και τους συμποσιαστές, γινόταν και o εξής τυπικός διάλογος: «Εφάγατε;», έλεγαν οι πρώτοι. «Εφάγαμε», απαντούσαν οι άλλοι. Και στη συνέχεια: «Εχορτάσατε;» - «Εχορτάσαμε». Και ως κατακλείδα οι πρεσβύτεροι εύχονταν τρεις φορές: «Πάντα χορτασμένοι να είστε!». Τις μέρες της α. αναβίωναν διάφορες προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ψάλλονταν εύθυμα και πολλές φορές άσεμνα τραγούδια, γίνονταν εικονικές δίκες και επικρατούσε ένα γενικό ξεφάντωμα, μια γενική ευωχία. Με τις γιορτές αυτές, εξασφαλιζόταν κατά κάποιον τρόπο η δυνατότητα της υπέρβασης των κοινωνικών διακρίσεων και προσφερόταν η ευκαιρία της πηγαίας καιαδέσμευτης από τις κοινωνικές συμβάσεις έκφρασης των υποσυνείδητων επιθυμιών καθώς και της πραγματοποίησης μιας αμεσότερης και αυθεντικότερης επαφής ανάμεσα στα μέλη της κοινωνικής ομάδας.
Στη χώρα μας, η αποκριά γιορτάζεται με ξεχωριστό τρόπο στην Πάτρα, με το ονομαστο καρναβάλι της.
Λιθογραφία του 19ου αι. που εικονίζει μεταμφιεσμένους στο καρναβάλι της Βενετίας, μια πόλη όπου επιζούν ακόμα έντονα τα έθιμα της αποκριάς.
* * *κ. απόκρια, η (κ. στον πληθ., οι αποκριές κ. απόκριες) (Μ ἀποκρέα)1. η τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας, η προηγούμενη από τη νηστεία2. το διάστημα των τριών τελευταίων εβδομάδων πριν απο την Καθαρά Δευτέρανεοελλ.οι εορτές με μεταμφιέσεις και καρναβάλια των τριών αυτών εβδομάδων και μάλιστα της τελευταίας Κυριακής.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αποκρεά < επίθ. απόκρεως < από* + κρέας].
Dictionary of Greek. 2013.